- πυξίδιον
- πυξίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυξιδίων — πυξίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξιδίῳ — πυξίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδια — πυξίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδιο — το / πυξίδιον, ΝΑ [πυξίον/ πυξίς, ίδος] νεοελλ. βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. φραγμόλυτη κάψα ή ασκόκαψα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου … Dictionary of Greek